- γαμόρος
- οβλ. γεωμόρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γαμόρος — γᾱμόρος , γημόρος PLond.ined. masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωμόρος — ο, η (AM γεωμόρος, Α και γημόρος και γαμόρος) αυτός στον οποίο ανήκει μερίδιο γης, ο κληρούχος, ο κτηματίας αρχ. 1. πληθ. oἱ γεωμόροι α) (στην Αθήνα) αυτοὶ που αποτελούσαν τη μέση γεωργικὴ τάξη (σε αντίθεση και με τους ευπατρίδες* και με τους… … Dictionary of Greek